διαχωρίζοντας

διαχωρίζοντας
διαχωρίζω
separate
pres part act masc acc pl
διαχωρίζω
separate
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αχελώος — I Θεός των ποταμών, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος ή Γαίας, που το όνομά του πήρε ο ποταμός της Αιτωλοακαρνανίας. Λατρευόταν σε πολλά μέρη της Ελλάδας και ιδιαίτερα στην Ακαρνανία, όπου τελούνταν αγώνες στον Ωρωπό, στα Μέγαρα, όπου είχαν στηθεί… …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • διανοίγω — (AM διανοίγω) 1. δημιουργώ άνοιγμα 2. ανοίγω λίγο, μόλις ανοίγω, ανοίγω κάτι διαχωρίζοντάς το αρχ. μσν. ερμηνεύω, αναπτύσσω, εξηγώ αρχ. 1. ανατέμνω νεκρό σώμα 2. κατανοώ πλήρως …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρόνιο — Στοιχειώδες σωμάτιο με μάζα ηρεμίας m0 = 9,109 · 10 28 γραμμάρια, ίση προς 1/1.840 της μάζας του πρωτονίου, και του οποίου το φορτίο ισούται με 1,6 · 10 19 κουλόμπ. Αυτό το φορτίο μπορεί να είναι αρνητικό ή θετικό. Η ονομασία η. αναφέρεται συχνά… …   Dictionary of Greek

  • μετεωρολογία — Επιστήμη που μελετά τα φυσικά φαινόμενα (άλλοτε γνωστά ως μετέωρα), τα οποία λαμβάνουν χώρα στην ατμόσφαιρα της Γης και τους νόμους που τα καθορίζουν (ως ατμόσφαιρα της Γης μπορούμε να ορίσουμε το αεριώδες στρώμα που την περιβάλλει και συμμετέχει …   Dictionary of Greek

  • υδροφόρος — α, ο / ὑδροφόρος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει ή μεταφέρει νερό ή αυτός με τον οποίο μεταφέρεται νερό (α. «υδροφόρος σωλήνας» β. «τὸν ὑδροφόρον ὄνον», Μηναί. γ. «ὑδροφόρον κόρην», Πλούτ.) 2. (το αρσ. και στην αρχ. μόνον το θηλ. ως ουσ.) ὁ υδροφόρος και …   Dictionary of Greek

  • Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… …   Dictionary of Greek

  • Βέρνερ, Άλφρεντ — (Alfred Werner, Μίλχαους, Αλσατία 1866 – Ζυρίχη 1919). Γερμανός χημικός, γαλλικής καταγωγής. Σπούδασε στη Ζυρίχη με τον Λούνγκε και στο Παρίσι με τον Μπερτελό. Διορίστηκε έκτακτος καθηγητής της χημείας στη Ζυρίχη το 1893 και μετά από δύο χρόνια… …   Dictionary of Greek

  • Βέρνερ, Άμπραχαμ Γκότλομπ — (Abraham Gotlob Werner, Βέχραμ, Μπούντσλαου 1749 – Δρέσδη 1817). Γερμανός γεωλόγος και ορυκτολόγος. Υπήρξε ο πρώτος που προσπάθησε να κατατάξει τις μέχρι τότε γνώσεις για τη φύση των συστατικών του φλοιού της Γης σε τελείως ξεχωριστή ύλη,… …   Dictionary of Greek

  • Βλαδιμιρέσκου, Τεοντόρ — (Theodore Vladimirescu, ; – 1821). Ρουμάνος στρατιωτικός, με συμμετοχή στο κίνημα της Μολδοβλαχίας. Γεννήθηκε στο χωριό Μεχωνδίσιο της Μικρής Βλαχίας. Στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο υπηρέτησε τους Ρώσους ως αρχηγός εθελοντικού σώματος (1806). Γι’ αυτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”